ἀλλογλώσσων

ἀλλογλώσσων
ἀλλόγλωσσος
using a strange tongue
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλογλώττων — ἀλλογλώσσων , ἀλλόγλωσσος using a strange tongue masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • διερμήνευση — η (AM διερμήνευσις) [διερμηνεύω] νεοελλ. 1. διερμηνεία* 2. μετάφραση τού προφορικού λόγου για τη συνεννόηση αλλόγλωσσων αρχ. 1. διαπραγμάτευση 2. ερμηνεία, εξήγηση …   Dictionary of Greek

  • Ερμής ο Λόγιος — Τίτλος του πρώτου ελληνικού περιοδικού. Κυκλοφορούσε κάθε δεκαπέντε ημέρες στη Βιέννη από την 1η Ιανουαρίου 1811 έως την 1η Μαΐου 1821. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του (1811 14) ήταν ο γνωστός διδάσκαλος του Γένους Άνθιμος Γαζής και αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”